Θα γυρνώ πάντα πίσω σε εσένα

Σ/Μ: Οι χαρακτήρες ανήκουν στη Stephenie Meyer.

Κεφάλαιο 1ο Αναμνήσεις

Η οπτική γωνία του Εντουαρντ

Καθώς μπαίναμε μέσα στην πόλη όλες οι αδύναμες ανθρώπινες αναμνήσεις μου εισέβαλαν στο μυαλό μου. Ενδυναμωμένες από τις ομοιότητες ανάμεσα στη πόλη του Φόρκς τώρα και στην πόλη όπως ήταν, όταν εκείνη ήταν εδώ μαζί μου. Μόλις φτάσαμε στο καινούργιο μας σπίτι έτρεξα πάνω στο δωμάτιο μου( το σπίτι ήταν ήδη επιπλωμένο χάρη στην Άλις ). Μόλις ήμουν στην ασφάλεια των τοίχων του δωματίου μου, άφησα τις αναμνήσεις να με συνεπάρουν.

Η δεξίωση είχε μόλις τελειώσει, επιτρέποντας σε εμένα και στην Μπέλλα μου να κατευθυνθούμε προς το καινούργιο μας σπίτι. Και λέω Μπέλλα μου γιατί μετά από 1 χρόνο αναμονής επιτέλους πήρα τη συγκατάθεση του πατέρα της και είχαμε πλέον ενωθεί με τα δεσμά του γάμου.

Πλέον η Μπέλλα ήταν γυναίκα μου, αν και δεν ήταν ακόμα με όλη τη σημασία της λέξης. Η σκέψη της Μπέλλας ολοκληρωτικά δικιά μου με έκανε να ζητήσω από τον οδηγό να πάει πιο γρήγορα. Μόλις φτάσαμε έξω από το καινούργιο μας σπίτι, άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου όσο πιο γρήγορα μπορούσα και σχεδόν έτρεξα να ανοίξω την πόρτα της ομόκλινης μου, εισπράττοντας ένα χαμηλόφωνο γέλιο από τον οδηγό.

Όταν ήμασταν και οι δύο έξω από το όχημα, έσκυψα και τοποθέτησα το ένα χέρι μου στο πίσω μέρος των γονάτων της σπρώχνοντας προς τα μπροστά και τοποθετώντας γρήγορα το άλλο μου χέρι στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, παίρνοντας την έτσι στην αγκαλιά μου και κουβαλώντας την μέσα στο σπίτι.

Μόλις η πόρτα του σπιτιού έκλεισε πίσω μας κατευθύνθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα προς την κρεβατοκάμαρά μας. Η νύχτα που ακολούθησε ήταν μια από τις καλύτερες της ζωής μου. Το πιο ξεκάθαρο σημείο ήταν το γυμνό της σώμα και οι κραυγές ηδονής που έβγαιναν από το σώμα της όταν έσπρωχνα μέσα της. Όλα ήταν υπέροχα μέχρι εκείνη τη ημέρα.

Είχα μόλις ξυπνήσει, μετά από μια νύχτα σαρκικής ηδονής και κατέβηκα στην κουζίνα, οπού με καλωσόρισε με ένα γλυκό φιλί και ένα πλουσιοπάροχο πρωινό η Μπέλλα μου. (Ήμασταν παντρεμένοι εδώ και 3,5 μήνες). Αφού τελείωσα το πρωινό μου βγήκα έξω για να ελέγξω για τυχόν γράμματα. Αυτό που συνάντησα μόλις άνοιξα το γραμματοκιβώτιο ήταν και η σήμανση της αρχής του τέλους.

Μέσα στο γραμματοκιβώτιο ήταν τοποθετημένο το γράμμα της επιστράτευσης μου στον Αμερικανικό στρατό. Οι αναμνήσεις μετά από αυτό το χρονικό σημείο είναι θολές . Οι μοναδικές στιγμές που ξεχωρίζουν είναι η ώρα της αναχώρησης μου, η υπόσχεσή μου στη Μπέλλα « Ότι και να γίνει, σου υπόσχομαι ότι πάντα θα γυρίζω πίσω σε εσένα», το φιλί που ακολούθησε, ατελείωτες μέρες στα χαρακώματα, το αίμα, τα μάτια των νεκρών να κοιτάνε χωρίς να βλέπουν και τον πόνο καθώς το δηλητήριο του Καρλάιλ εισχωρούσε μέσα στις φλέβες, ταξιδεύοντας σε όλο μου το σώμα, αλλάζοντας με σε κάτι που μισώ με κάθε κύτταρο της ύπαρξης μου. Σε βρικόλακα.

Όταν ξέφυγα από το δρόμο στον οποίο με οδηγούσαν οι αναμνήσεις μου από τα πιο χαρούμενα χρόνια της ζωής μου, ένιωσα το πλέον γνωστό τσούξιμο στα μάτια μου, καθώς ο πόνος από την έλλειψη της, μετατράπηκε σε δάκρυα.Δάκρυα που ήξερα ότι ποτέ δεν θα κυλούσαν στο πρόσωπό μου.Δάκρυα που ποτέ δεν θα μπορούσε η Μπέλλα μου να δει να χύνω.

Λίγους μήνες μετά τη μεταμόρφωσή μου σε βρικόλακα, είχα πείσει τον Καρλαϊλ να με αφήσει να τη δω για μια τελευταία φορά. Όταν έφτασα όμως στην πόλη, είδα έξω από το κατάστημα της μητέρας της ένα κομμάτι χαρτί, ένα κομμάτι χαρτί που έφερε ένα μαύρο σταυρό και γραμμένες σε ένα ακατάστατο γραφικό χαρακτήρα η αναγγελία του θανάτου της. Θυμάμαι ότι πλησίασα αρκετά, ώστε να ακούσω τη μητέρα της να καταριέται το θεό, ενώ η μητέρα μου της έλεγε ότι ήταν απόφαση της Μπέλλας να μπήξει εκείνο το καταραμένο μαχαίρι μέσα της.

Μόλις η μητέρα μου είπε πως ήταν απόφαση της Μπέλλας η νεκρή μου καρδιά σταμάτησε για άλλη μια φορά να χτυπά. Αλλά αυτή τη φορά από ένα δηλητήριο πιο ισχυρό από αυτό των βρικολάκων. Όχι το δηλητήριο των βρικολάκων ήταν αδύναμο σε σχέση με τον πόνο που ένιωσα, καθώς η νέα αυτή γνώση κατακάθισε μέσα μου. Ο άγγελός μου είχε αυτοκτονήσει εξαιτίας μου.

Εκείνη την μέρα πέθανα για πρώτη φορά.

Κεφάλαιο 2ο : Μπαούλα με σκελετούς

Η οπτική γωνία της Μπέλλας

Όταν η Βικτόρια είπε ότι θα μετακομίζαμε στο Φόρκς η από καιρό νεκρή καρδιά μου «χτύπησε» ξανά στο άκουσμα της πόλης οπού μεγάλωσα, ερωτεύτηκα και έχασα τα πάντα.

Η πόλη που κτίστηκε και γκρεμίστηκε ο κόσμος μου. Τζέιμς θυμήθηκε, το όνομα της πόλης και έστρεψε το βλέμμα του σε εμένα, μόνο για να αντικρίσει τα βουρκωμένα μου μάτια. Την ακόλουθη ώρα προσπάθησα με όλες μου τις δυνάμεις να μεταπείσω το κοκκινομάλλικο βρικόλακα. Αλλά μάταια, στην πόλη ήδη μας περίμενε ένα σπίτι και ο πληθυσμός στο Φόρκς είχε ενημερωθεί για την άφιξη μας. Αυτά και το γεγονός ότι η Βικτόρια είχε προσπαθήσει πολύ σκληρά για να βρει ένα σπίτι που θα ικανοποιούσε όλες μας τις ανάγκες και τα θέλω.

Είχαμε 2 ώρες να ετοιμάσουμε τις βαλίτσες μας, να τις φορτώσουμε στο αυτοκίνητο και να πάμε για κυνήγι. Η Βικτόρια είχε ήδη σκεφτεί την κάλυψή μας. Αυτή και ο Τζέιμς θα άνοιγαν το δικό τους βιβλιοπωλείο-καφέ και θα παρίσταναν τους θετούς μας γονείς, εγώ και ο Λόρεντ θα πηγαίναμε (για άλλη μια φορά) στο τοπικό λύκειο ως δευτεροετείς. Στα μάτια των θνητών θα μοιάζαμε με μια απλή αγαπημένη οικογένεια που αγόρασε το σπίτι του νεκρού στα πεδία των μαχών Εντουαρντ και της αυτόχειρας Μπέλλας.

Ήμουν τόσο απορροφημένη στις σκέψεις μου, που δεν κατάλαβα (συνειδητά τουλάχιστον ), πότε οι ρόδες του τζιπ προσπέρασαν την άσφαλτο και εισχώρησαν στο πλακόστρωτο δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι μου.

Στο κάποτε σπίτι μας. Καθώς το παλιό άσπρο τριώροφο σπίτι ορθωνόταν μπροστά μας, μνήμες από την πρώτη μου νύχτα εδώ, μνήμες από τους 3 πιο χαρούμενους μήνες της ζωής μου, μνήμες από τους μήνες που πέρασα περιμένοντας τον να γυρίσει πίσω σε εμένα. Μνήμες οι οποίες θα ήθελα να υπήρχαν, αλλά ποτέ δεν υπήρξαν, εξαιτίας αυτού το αναθεματισμένο γράμμα.

Του γράμματος που μου τον στέρησε. Ακόμα θυμάμαι τον πόνο που δονούσε την καρδιά μου σαν το όχημα με τους νεοσύλλεκτους χανόταν από τα μάτια μου. Αν δεν ήταν για την υπόσχεση που μου είχε δώσει νομίζω θα πέθανα εκείνη την στιγμή. Και τότε μετά από μήνες αναμονής ήρθε το τελευταίο γράμμα που θα έδινε τέλος στην παράσταση.

Στο γραμματοκιβώτιό μου εκείνο το πρωί της ηλιόλουστης μέρας υπήρχε το γράμμα της αναγγελίας της ζωής μου. Σε ένα τόσο δα χαρτάκι ήταν οι λέξεις που με οδήγησαν στην αυτοκτονία. Βγήκα απότομα από το δρόμο των αναμνήσεων όταν ο Λόρεντ μου είπε ότι θα πήγαιναν για κυνήγι. Χρειάστηκε μόνο ένα βλέμμα για να καταλάβω, πως μου έδιναν το χώρο-που τόσο χρειαζόμουν εκείνη τη στιγμή, για να ξαναδώ το σπίτι μου.

Μόλις οι άλλοι έφυγαν πήγα με αργά βήματα στο σπίτι και άνοιξα την πόρτα. Η ανάσα μου σταμάτησε στην όψη του παλιού καθιστικού ακριβώς όπως το είχα αφήσει εκείνη τη μέρα. Περιπλανήθηκα σε όλο το σπίτι για να δω πως όλα ήταν όπως τα είχα αφήσει εκείνη τη μέρα. Τα γόνατα μου δεν με κρατούσαν πια, το βάρος των αναμνήσεων και του πόνου ήταν πάρα πολύ ακόμα και για ένα βρικόλακα για να τα αντέξει.

Οι άλλοι με βρήκαν κουλουριασμένοι στο πάτωμα. Η Βικτόρια έτρεξε και με πήρε στη αγκαλιά της, ψιθυρίζοντας μου κούφιες υποσχέσεις στο αυτί μου. Και έτσι περίπου πέρασα την πρώτη μου ημέρα πίσω στο σπίτι μου.